ψωροπερηφάνια

ψωροπερηφάνια
η
φτώχεια και περηφάνια: Την έφαγε η ψωροπερηφάνια της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψωροπερηφάνια — η, Ν [ψωροπερήφανος] η ιδιότητα τού ψωροπερήφανου …   Dictionary of Greek

  • ψευδαλαζον(ε)ία — η, Ν [ψευδαλαζόνας] η ιδιότητα τού ψευδαλαζόνα, ψωροπερηφάνια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”